- τᾷδε
- ὅδεthisfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τάδε — ο, η, το, Ν (άκλ. αντων.) (για πρόσ. ή πράγμ. τα οποία δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) ο δείνα («δεν μέ ενδιαφέρει αν είναι ο τάδε ή ο δείνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τάδε, πληθ. ουδ. τής αντων. ὅδε, ἥδε, τόδε] … Dictionary of Greek
τάδε — ο, η, το άκλ., αόρ. αντων. και αρσ. τάδες, ο δηλώνει όνομα που παραλείπεται: Την τάδε χρονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τἄδε — ἔδε , ἔδω eat pres imperat act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάδε — ὅδε this neut acc pl ὅδε this neut nom pl τά̱δε , ὅδε this fem acc dual τά̱δε , ὅδε this fem nom/voc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. — χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. См. Лучше поздно, чем никогда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καττάδε — τάδε , ὅδε this neut acc pl (doric) τάδε , ὅδε this neut nom pl (doric) τά̱δε , ὅδε this fem acc dual (doric) τά̱δε , ὅδε this fem nom/voc dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάδ' — τάδε , ὅδε this neut acc pl τάδε , ὅδε this neut nom pl τά̱δε , ὅδε this fem acc dual τά̱δε , ὅδε this fem nom/voc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τᾶιδ' — τᾷδε , ὅδε this fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τᾶιδε — τᾷδε , ὅδε this fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τᾷδ' — τᾷδε , ὅδε this fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)